Menu
Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν: Ο κορυφαίος

Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν: Ο κορυφαίος

Έφυγε από τη ζωή σαν σήμε...

Πούτιν: «Η επίθεση έγινε από ισλαμιστές», αλλά «γιατί προσπάθησαν να διαφύγουν στην Ουκρανία;»

Πούτιν: «Η επίθεση έγινε από ισλαμι…

Για πρώτη φορά ο πρόεδρος...

ΗΠΑ: «Ενθουσιασμός» για την («πιο δυνατή από ποτέ») αμερικανοΝΑΤΟφροσύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη!

ΗΠΑ: «Ενθουσιασμός» για την («πιο δ…

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έλα...

Το Ισραήλ συνεχίζει τις φονικές επιθέσεις αγνοώντας το ψήφισμα του ΟΗΕ για άμεση κατάπαυση του πυρός

Το Ισραήλ συνεχίζει τις φονικές επι…

Οι αεροπορικές επιδρομές ...

Επανάσταση του 1821: Η αλήθεια και η μυθολογία

Επανάσταση του 1821: Η αλήθεια και …

• Το ιδεολόγημα του Κρυφο...

Ρωσία: Προφυλακιστέοι οι τέσσερις συλληφθέντες για το μακελειό

Ρωσία: Προφυλακιστέοι οι τέσσερις σ…

Οι τέσσερις συλληφθέντες ...

Για την επέτειο της Επανάστασης του 1821

Για την επέτειο της Επανάστασης του…

• Ανακοίνωση του Γραφείου...

Την έλεγαν «Γιουγκοσλαβία»…

Την έλεγαν «Γιουγκοσλαβία»…

Από Νίκο Μπογιόπουλο* Ήτ...

25 χρόνια από τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία (video)

25 χρόνια από τους ΝΑΤΟικούς βομβαρ…

• Aπό το αρχείο του τηλεο...

1821: “Ολοι μαζί”, ε; Αλήθεια;

1821: “Ολοι μαζί”, ε; Αλήθεια;

• «Όσοι το χάλκεον χέρι τ...

Prev Next

Κάννες 2019: Ευρηματικότητα και χιούμορ από τον Παλαιστίνιο Ελία Σουλεϊμάν

Κάννες 2019: Ευρηματικότητα και χιούμορ από τον Παλαιστίνιο Ελία Σουλεϊμάν
Γράφει: Νίνος Φένεκ Μικελίδης*

Η κωμωδία και το παράλογο χιούμορ ακολουθούν τον Παλαιστίνιο σκηνοθέτη Ελία Σουλεϊμάν στη νέα του ταινία, «It Must Be Heaven» («Πρέπει να είναι ο παράδεισος»), που είδαμε στο σημερινό διαγωνιστικό πρόγραμμα του 72ου φεστιβάλ των Καννών. Μια πολύ καλή, δοσμένη με φαντασία και ευρηματικότητα ταινία, που ξεχώρισε σε μια μέρα, όπου οι δυο άλλες ταινίες του διαγωνιστικού, η γαλλική «Roubaix, une lumiere» («Ένα φως στο Ρουμπέ») του Αρνό Ντεπλεσέν και η καναδική «Ματίας και Μαξίμ» του Ξαβιέ Ντολάν, αποδείχτηκαν δυστυχώς μέτριες.

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της όμορφης ταινίας του Σουλεϊμάν («Ο χρόνος που απομένει», «Θεϊκή παρέμβαση»), με τον Ορθόδοξο ιερέα στην εκκλησία της Ναζαρέτ, στη διάρκεια του Επιταφίου, να σπάει την πόρτα της Εκκλησίας (του Πανάγιου Τάφου;), για να μπει αυτός και το ποίμνιό του, όταν ο μεθυσμένος φύλακας από μέσα αρνείται να την ανοίξει, μπαίνουμε κατευθείαν στον αλά-Ζακ Τατί κόσμο του απολαυστικού αυτού σκηνοθέτη. Στην ταινία, ο ίδιος ο Σουλεϊμάν, ξεκινάει από το σπίτι του στα παλαιστινιακά εδάφη, για να ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις (Παρίσι και Νέα Υόρκη), για να βρει, όπως αναφέρει η σύνοψη της ταινίας, «απρόσμενες ομοιότητες και διαφορές με την πατρίδα του την Παλαιστίνη».

Ομοιότητες και διαφορές που υπάρχουν παντού σ’ όλη τη γη, όπως θα ανακαλύψουμε στη συνέχεια. Είτε πρόκειται για τον γείτονά του, που άλλοτε μπαίνει στην αυλή του και μαζεύει σε καλάθια τα λεμόνια («δεν είμαι κλέφτης», του εξηγεί, «μπήκα αφού χτύπησα, αν και κανένας δεν μου άνοιξε»), κι άλλοτε για να κλαδέψει ή να ποτίσει τα δέντρα, από τα οποία αργότερα ελπίζει να μαζέψει τον καρπό τους, είτε για τους αστυνομικούς σε πατίνια που κυνηγούν κάποιον παραβάτη στους δρόμους του Παρισιού, είτε τους απλούς Αμερικανούς στο σούπερ-μάρκετ και τους δρόμους της Νέας Υόρκης, με τον καθένα (μαζί και ολόκληρες οικογένειες με τα παιδιά τους) να κουβαλάει στον ώμο του, όπως ανακαλύπτει, και κάποιου είδους όπλο (έξυπνο εύρημα για σάτιρα του θέματος της οπλοφορίας), είτε στη σκηνή με μια γυναίκα-άγγελο με φτερά στο Σέντραλ Παρκ, να την κυνηγάει η αστυνομία, είτε ακόμη με το σπουργίτι που δεν σταματά να πηδάει στο ipad του Σουλεϊμάν ενώ αυτός προσπαθεί να γράψει.

Σκηνές που ο Σουλεϊμάν παρακολουθεί, ψυχρός παρατηρητής, με λεπτότητα, με απορημένη ματιά, είτε περπατώντας στους δρόμους, με μια τσάντα στον ώμο, είτε καθισμένος στα καφέ, καπνίζοντας το τσιγάρο του, καταγράφοντας, με την κάμερά του, τα τρελά και τα παράλογα (ανθρώπινα όμως πάντα) του κόσμου μας, σε σκηνές συχνά διανθισμένες με μια σουρεαλιστική ματιά. Ενώ, παράλληλα, βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει, πάντα με χιούμορ, αν και, τη φορά αυτή, διανθισμένο με κάποια θλίψη, και για την πατρίδα του την Παλαιστίνη (που δείχνει να τον στοιχειώνει σε κάθε βήμα του), μέσα από την επίσκεψή του σ’ ένα μέντιουμ, όπου, μέσα από το «διάβασμα» της τράπουλας Ταρώ, το μέντιουμ του επιβεβαιώνει την ερώτησή του, πως κάποτε θα υπάρξει ως χώρα και η Παλαιστίνη, «μόνο», όπως του προσθέτει ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, «δεν θα γίνει στη δική σου ή τη δική μου ζωή».        

Υπάρχει στην ταινία μια εμβληματική θα έλεγα σκηνή, που απόλαυσα ιδιαίτερα, με μια Παλαιστίνια γυναίκα να περπατάει κουβαλώντας νερό σε ένα είδος κουβά μέσα από τα χωράφια, η οποία όμως για να μπορέσει να μεταφέρει στο κεφάλι της δυο κουβάδες με νερό, χωρίς να χρειάζεται να κάνει τη διαδρομή δυο φορές, έχει βρει ένα πρωτότυπο τρόπο: μεταφέρει πρώτα τον ένα κουβά στο κεφάλι της, κάποια στιγμή τον αφήνει στο έδαφος κι ύστερα επιστρέφει πίσω, βάζει τον δεύτερο κουβά στο κεφάλι και τον μεταφέρει λίγο πιο πέρα από τον πρώτο, ύστερα επιστρέφει και ξαναβάζει τον πρώτο κουβά στο κεφάλι της που τον μεταφέρει λίγο πιο πέρα από τον δεύτερο, και πάει λέγοντας, καταφέρνοντας έτσι να μεταφέρει και τους δυο κουβάδες σε μια και μόνη διαδρομή. Σκηνή δοσμένη με ποίηση, ταυτόχρονα και ένα είδος μεταφοράς πάνω στη δουλειά του ίδιου δημιουργού που, προχωρώντας λίγο μπροστά και λίγο πίσω («δυο βήματα μπροστά κι ένα πίσω», σύμφωνα με τη ρήση) φτιάχνει σταδιακά και με επιμονή το θαυμάσιο έργο του.    

Roubaix, une lumiere

Στην ταινία του Ντεπλεσέν («Oh Mercy!», ο αγγλικός τίτλος) μεταφερόμαστε σε μια μικρή πόλη της γαλλικής επαρχίας, πόλη που κάποτε είχε ανθίσει η βιομηχανία αλλά που σήμερα βρίσκεται σε μαρασμό (το 45% του πληθυσμού είναι φτωχοί, όπως μας πληροφορεί η ταινία) και που ο βασικός ήρωας, ο επιθεωρητής της αστυνομίας, Νταούντ, περιπολεί καθημερινά, προσπαθώντας να βάλει κάποια τάξη. Μετανάστης ο ίδιος από τη Βόρειο Αφρική (είχε μετακομίσει με τους γονείς του, σε ηλικία 7 χρονών), ο Νταούντ βρίσκεται πιο κοντά στο πολυπολιτισμικό πληθυσμό της πόλης γι’ αυτό και προσπαθεί να αντιμετωπίσει το κάθε επεισόδιο με κακομοίρηδες συχνά ύποπτους αλλά και  δύστυχους εγκληματίες (ένα έγκλημα, ένα εμπρησμό, ένα βιασμό, την εξαφάνιση ενός ανήλικου κοριτσιού, είναι ανάμεσα στα γεγονότα που αντιμετωπίζει στη διάρκεια της ταινίας) μ’ ένα, όσο το δυνατό, πιο ανθρώπινο τρόπο.

Ο Ντεπλεσέν καταφέρνει, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, να δώσει μια καθαρά ρεαλιστική ατμόσφαιρα, με ντοκιμαντεριστικό θα έλεγα σχεδόν τρόπο, της καθημερινής δουλειάς των αστυνομικών, με τις έρευνες και τις ανακρίσεις, τόσο μέσα από τον Νταούντ (που ξέρει να ψυχολογεί σωστά τους ύποπτους) όσο και από τους αστυνομικούς του τμήματός του, ενώ, παράλληλα, σκιαγραφεί και μιαν άλλη, πιο προσωπική πλευρά, της ζωής του βασικού του πρωταγωνιστή. Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος, με τη στροφή στην ταινία σ’ ένα συγκεκριμένο έγκλημα (τη ληστεία και δολοφονία μιας 80χρονης γριάς), η ταινία χάνει τη ντοκιμαντερίστικη της δύναμη που είχε στην αρχή και αρχίζει κάπως να κουράζει.          

Ματίας και Μαξίμ

Η ενηλικίωση, ο ρόλος της μητέρας αλλά και η παραδοχή της διαφορετικότητας είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Ματίας και Μαξίμ» του Καναδού Ξαβιέ Ντολάν, που το 2009, σε ηλικία μόλις 20 χρονών, είχε κερδίσει τη Χρυσή Κάμερα των Κανών για την ταινία του «Σκότωσα τη μητέρα μου». Η πλοκή στρέφεται γύρω από δυο νέους, τον Μαξ, που έχει προβλήματα με την εθισμένη στα ναρκωτικά μητέρα του και τον παιδικό του φίλο Μαξ, τους οποίους μια φίλη που συναντάνε σ’ ένα πάρτι στην αρχή της ταινίας, τους ζητά να παίξουν στη σκηνή ενός σπουδαστικού φιλμ που γυρίζει, αντικαθιστώντας τους δυο νέους που είχαν αναλάβει να παίξουν τους ρόλους. Μόνο που η σκηνή περιλαμβάνει κι ένα φιλί, φιλί που θα αναστατώσει τον βασικά στρέιτ Ματ. Ενώ η επικείμενη αναχώρηση του Μαξ για την Αυστραλία θα μπλέξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Ο Ντολάν γύρισε την ταινία του με ένα γρήγορο τρόπο, με την κάμερα στο χέρι, και με λιγοστούς φωτισμούς, θέλοντας να δώσει μιαν αμεσότητα στην όλη αφήγηση. Παρά τις καλές ερμηνείες και την  όλη πειστική ατμόσφαιρα (με τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, τα παιχνίδια, τα φλερτ, τα πάρτι και τη μουσική), η όλη διαδικασία παραμένει δυστυχώς επίπεδη, χωρίς, από ένα σημείο κι ύστερα, να καταφέρνει να σε παρασύρει στα προβλήματα των πρωταγωνιστών της. Κρίμα, γιατί ο Ντολάν είχε δώσει στο παρελθόν πολύ καλύτερες ταινίες («Είναι μόνο το τέλος του κόσμου», «Mommy», «Ο Τομ στο αγρόκτημα»).

Φράνκι

Μια παρόμοια επίπεδη βασικά αντιμετώπιση συναντάμε και στην ταινία «Φράνκι», που ο Αμερικανός σκηνοθέτης Άιρα Σακς γύρισε στην Ευρώπη. Η Φράνκι, η ηρωίδα της ταινίας, που την ερμηνεύει η Ιζαμπέλ Ιπέρ, είναι μια διάσημη ηθοποιός που, όταν ανακαλύπτει πως πάσχει από καρκίνο, αποφασίζει να μαζέψει την οικογένειά της σε μια μικρή τουριστική πόλη της Πορτογαλίας. Εκτός από τον νυν σύζυγό της (ένας πολύ καλός Μπρένταν Γκλίσον), παρόντες είναι ο πρώην σύζυγός της (Πασκάλ Γκρέγκορι), που τώρα έχει γίνει γκέι, ο γιος της Πολ (Ζερεμί Ρενιέ), και η θετή της κόρη, Σύλβια, που έχει έρθει μαζί με μια φίλη της και το δικό της φίλο. Ο Σακς προσπάθησε να δώσει την άλλοτε χιουμοριστική κι άλλοτε δραματική εικόνα της οικογένειας μέσα από διάφορες μικρές (αν και χαλαρά δεμένες μεταξύ τους) σκηνές, με ένα στιλ που θυμίζει τις ταινίες του Γούντι Άλεν, χωρίς δυστυχώς την έμπνευση και τη διεισδυτικότητα που συναντάμε στις ταινίες του σημαντικού συμπατριώτη του.

* ΚΥΠΕ

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.

back to top